- ξεφυλλίζω
- 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε]-), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεφυλλίζω — ξεφυλλίζω, ξεφύλλισα, (σπάν.) ξεφυλλισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφυλλίζω — ξεφύλλισα, ξεφυλλίστηκα, ξεφυλλισμένος 1. αποσπώ φύλλα, μαδώ τα πέταλα λουλουδιού: Το κλήμα θέλει ξεφύλλισμα. 2. φυλλομετρώ, διαβάζω στα γρήγορα βιβλίο, ρίχνω ματιές: Ξεφύλλισα το βιβλίο στα γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκφυλλίζω — και ξεφυλλίζω (Μ ἐκφυλλίζω) 1. ξεφυλλίζω 2. μσν. αποκτώ φύλλα … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεφύλλισμα — το [ξεφυλλίζω] 1. αφαίρεση ή αραίωση τών φύλλων φυτού, η αποκοπή τών περιττών φύλλων και βλαστών ορισμένων φυτών, όπως τού αμπελιού 2. το αυτόματο πέσιμο ή η αφαίρεση τών πετάλων τού άνθους 3. μτφ. βιαστικό και επιπόλαιο διάβασμα βιβλίου με… … Dictionary of Greek
φυλλίζω — ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. ναυτ. (για ιστίο) παύω να κολπώνομαι, τρεμοπαίζω αρχ. αφαιρώ τα φύλλα, ξεφυλλίζω … Dictionary of Greek
φυλλολογώ — φυλλολογῶ, έω, ΝΑ [φυλλολόγος] αφαιρώ φύλλα από κλαδί, ξεφυλλίζω νεοελλ. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, φυλλομετρώ … Dictionary of Greek
φυλλομετρώ — άω, Ν 1. ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω 2. διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φυλλολογώ — φυλλολόγησα 1. αμτβ., συλλέγω φύλλα φυτού (μουριάς, συκιάς κτλ.). 2. διαβάζω βιαστικά, φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλομετρώ — φυλλομέτρησα, φυλλομετρήθηκα, φυλλομετρημένος 1. μετρώ τα φύλλα βιβλίου. 2. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, το ξεφυλλίζω, το διαβάζω βιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)